τζαμωτός

τζαμωτός
-ή, -ό
αυτός που έχει τζάμια: Τζαμωτή πόρτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τζαμωτός — ή, ό, Ν [τζαμώνω] αυτός που έχει τζάμια ή είναι φραγμένος με τζάμια (α. «τζαμωτή πόρτα» β. «τζαμωτός θόλος») …   Dictionary of Greek

  • υαλοσκεπής — ές, Ν στεγασμένος με τζάμια, τζαμωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + σκεπής (< σκέπω), πρβλ. νεφο σκεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Σ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • υαλωτός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αποτελείται από υαλοπίνακες, τζαμωτός 2. το ουδ. ως ουσ. το υαλωτό το τζαμωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου] …   Dictionary of Greek

  • προθήκη — η τζαμωτός χώρος στην είσοδο του καταστήματος όπου τοποθετούνται, για διαφήμιση, ορισμένα εμπορεύματα, αλλ. βιτρίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υαλοσκεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, σκεπασμένος με υαλοπίνακες, υαλόφραχτος, τζαμωτός, τζαμένιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υαλόφραχτος — η, ο 1. που περικλείνεται ή καλύπτεται από υαλοπίνακες, που έχει υαλοπίνακες, ο τζαμωτός. 2. το ουδ. ως ουσ., υαλόφραχτο υαλοστάσιο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”